- επανθισμός
- ἐπανθισμός, ο (Α)1. το επάνθίσμα, αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος2. ονομασία μιας από τις φλέβες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπανθισμός — efflorescence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανθισμούς — ἐπανθισμός efflorescence masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανθισμῷ — ἐπανθισμός efflorescence masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανθισμόν — ἐπανθισμός efflorescence masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)